παραπλαγιάζω

παραπλαγιάζω
ΝΑ
νεοελλ.
τοποθετώ κάτι πολύ πλαγίως
αρχ.
1. πορεύομαι πλάγια, πηγαίνω λοξά
2. μέσ. παραπλαγιάζομαι
παρέχω τον εαυτό μου πλαγίως σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραπλαγιάζει — παραπλαγιάζω go obliquely pres ind mp 2nd sg παραπλαγιάζω go obliquely pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλαγιάσας — παραπλαγιά̱σᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely fut part act fem acc pl (doric) παραπλαγιά̱σᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely fut part act fem gen sg (doric) παραπλαγιάσᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλαγιαζομένας — παραπλαγιαζομένᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely pres part mp fem acc pl παραπλαγιαζομένᾱς , παραπλαγιάζω go obliquely pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”